- κατασθμαίνω
- κατασθμαίνωpantpres subj act 1st sgκατασθμαίνωpantpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασθμαίνω — (Α) παλεύω εναντίον κάποιου ασθμαίνοντας («ἵππος χαλινῶν ὡς κατασθμαίνων μένει», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
κατασθμαίνει — κατασθμαίνω pant pres ind mp 2nd sg κατασθμαίνω pant pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασθμαίνων — κατασθμαίνω pant pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)